- ἀπῶρυξ
- ἀπ-ῶρυξ, abgegrabener Kanal; Absenker (vom Weinstock)
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
απώρυξ — ἀπώρυξ ( υγος), η (AM) 1. υπόγειος οχετός ή διώρυγα 2. βλαστός που φυτεύεται στη γη χωρίς να αποσπαστεί από το μητρικό κλήμα, καταβολάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορύσσω. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ἀπώρυγα — ἀπῶρυξ canal from fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώρυγας — ἀπῶρυξ canal from fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώρυγες — ἀπῶρυξ canal from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)